- ξεφουσκωμένος
- sönük, inik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεφουσκώνω — ξεφουσκώνω, ξεφούσκωσα, ξεφουσκωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφουσκώνω — ξεφούσκωσα, ξεφουσκώθηκα, ξεφουσκωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να αδειάσει από αέρα: Ένα καρφί ξεφούσκωσε το λάστιχο του αυτοκινήτου μας. 2. αμτβ., βγάζω τον αέρα από μέσα μου, ανακουφίζομαι από φούσκωμα: Πάρε λίγη σόδα φαγητού να ξεφουσκώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)